δωρεα

δωρεα
    δωρεά
    ион. δωρεή ἥ
    1) дар, подарок, подношение Aesch., Soph., Lys., Isocr., Plat., Arst., Dem.
    

ἐν δωρεᾷ Polyb. и δωρεάν Her., Dem., Polyb. — в виде дара или даром, но δωρεὰν ἀπέθανεν NT. он напрасно умер, т.е. его смерть не принесла пользы

    2) pl. юр. дарение, завещание Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δωρεα" в других словарях:

  • δωρεά — δωρεά̱ , δωρεά gift fem nom/voc/acc dual (ionic) δωρεά̱ , δωρεά gift fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεᾷ — δωρεά gift fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… …   Dictionary of Greek

  • δωρεά — η ό,τι προσφέρεται χωρίς αμοιβή ή ανταπόδοση: Έκανε δωρεά το αρχοντικό της στο δήμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δωρεάν — δωρεά gift indeclform (adverb) δωρεά̱ν , δωρεά gift fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεᾶι — δωρεᾷ , δωρεά gift fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεάς — δωρεά̱ς , δωρεά gift fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεήν — δωρεά gift ionic (indeclform adverb) δωρεά gift fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεαῖς — δωρεά gift fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεαί — δωρεά gift fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρειῶν — δωρεά gift fem gen pl (attic) δωρειά fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»